μαχητικάς — μαχητικά̱ς , μαχητικός fit for fighting fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… … Wikipedia
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… … Dictionary of Greek
Αινιάν — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τον Τυμφρηστό. 1. Γεώργιος (1788 – 1843). Αγωνιστής της Επανάστασης και πολιτικός, πρωτότοκος γιος του Παπα Ζαχαρία. Μαθήτευσε στη σχολή Κουρού Τσεσμέ και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στη συνέχεια δίδαξε … Dictionary of Greek
Γουντ — (Wood).Επώνυμο δύο Άγγλων αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων. 1. Τζον ο Πρεσβύτερος (John the Elder, Γιορκσάιρ 1704; – Μπαθ 1754). Έγινε κυρίως γνωστός για την πρωτοτυπία και το εκπληκτικά νεωτεριστικό πνεύμα που επέδειξε στις εργασίες της επέκτασης της … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek